προσλείπω

προσλείπω
Α
1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός
2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
β) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο
3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψας
ο υπολειπόμενος
4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῑπον
η έλλειψη
5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα
(ενν. τοῡ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα τού έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προσλεῖπον — προσλείπω leave on pres part act masc voc sg προσλείπω leave on pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλείπει — προσλείπω leave on pres ind mp 2nd sg προσλείπω leave on pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλείποντα — προσλείπω leave on pres part act neut nom/voc/acc pl προσλείπω leave on pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσλείπουσι — προσλείπω leave on pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προσλείπω leave on pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

  • προσ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση πρός και εμφανίζει τις εξής σημασίες: α) επίταση ή επαύξηση τής σημ. τού β συνθετικού (πρβλ. προσ αυξάνω, προσ έτι, προσ θέτω, πρόσ οδος, προσ φιλής, πρόσ χαρος) β) την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”