- προσλείπω
- Α1. (αμτβ.) είμαι ελλιπής, λειψός2. (μτβ.) α) αφήνω κάτι πάνω σε κάτι άλλοβ) αφήνω κάτι ατελές, ασυμπλήρωτο3. (η μτχ. αρσ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) ὁ προσλείψαςο υπολειπόμενος4. (η μτχ. ουδ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προσλεῑπονη έλλειψη5. (η μτχ. ουδ. πληθ. ενεργ. αορ. ως ουσ.) τὰ προσλείψαντα(ενν. τοῡ ἔργου) τα υπολοιπόμενα τμήματα τού έργου, τα μέρη που χρειάζεται να συμπληρωθούν ώστε το έργο να ολοκληρωθεί.
Dictionary of Greek. 2013.